Η αρτηριακή υπέρταση είναι μια συνήθης χρόνια πάθηση. Υπολογίζεται ότι ένας στους τρεις ενήλικες εμφανίζουν αρτηριακή υπέρταση, για αυτό και αποτελεί σημαντικό κομμάτι των προληπτικών εργαστηριακών ελέγχων (check – up).
Οι τιμές που μπορεί να λάβει η αρτηριακή πίεση είναι:
- 90/60mmHg έως 120/80mmHg, όταν η αρτηριακή πίεση είναι φυσιολογική.
- 120/80mmHg έως 140/90mmHg, όταν κάποιος τείνει να αναπτύξει υπέρταση και χρειάζεται ιατρική παρακολούθηση.
- Άνω των 140/90mmHg, όταν κάποιος πάσχει από αρτηριακή υπέρταση.
- Άνω των 180/120mmHg, όταν κάποιος βιώνει οξύ περιστατικό υπέρτασης (υπερτασική κρίση).
Η υπερτασική κρίση
Μια υπερτασική κρίση είναι ένα ιδιαίτερο στρεσογόνο γεγονός, τόσο για τον ασθενή, όσο και για τους οικείους του. Χρειάζεται άμεση ιατρική φροντίδα, είτε με κατ’οίκον επίσκεψη, είτε με μεταφορά του ασθενούς στο ιατρείο ή στο πλησιέστερο εφημερεύον νοσοκομείο.
Στο ιατρείο του κ.Τζήμα είναι δυνατή η άμεση αντιμετώπιση οξέων περιστατικών υπέρτασης μέσα από την εμπειρία, τις γνώσεις και την εξειδίκευση του ιατρού και του προσωπικού του ιατρείου, χρησιμοποιώντας τον ιατρικό εξοπλισμό που διαθέτει το ιατρείο και σε συνεργασία με ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο.
Μια υπερτασική κρίση μπορεί να συνοδεύεται και από συμπτώματα όπως:
- Ισχυρό πόνο στο στήθος.
- Ισχυρό πονοκέφαλο.
- Θόλωση της όρασης.
- Ζαλάδα, ναυτία ή τάση για εμετό.
- Απώλεια των αισθήσεων.
- Απώλεια μνήμης ή σύγχυση.
Επιπλέον, μια σοβαρή υπερτασική κρίση μπορεί να συνοδεύουν παθήσεις όπως:
- Εγκεφαλικό επεισόδιο.
- Έμφραγμα.
- Βλάβη στα μάτια.
- Ρήξη αορτής.
- Προβλήματα στα νεφρά.
Εκτίμηση και αντιμετώπιση της υπερτασικής κρίσης
Η εκτίμηση μιας υπερτασικής κρίσης οφείλει να είναι γρήγορη, αλλά ακριβής. Ο ιατρός κατά την κλινική εξέταση λαμβάνει υπόψη το ιατρικό ιστορικό του ασθενή, την κλινική εικόνα και την πιθανή λήψη φαρμακευτικής αγωγής.
Ως σημαντικότερη και πρωταρχική κίνηση αντιμετώπισης της υπερτασικής κρίσης, ο ιατρός χορηγεί φαρμακευτική αγωγή κατάλληλη για την σταδιακή μείωσης της αρτηριακής πίεσης. Έπειτα ο ιατρός κάνει καρδιολογική και νευρολογική εξέταση, και ανάλογα με το εάν τα ευρήματα δείχνουν βλάβη σε άλλα όργανα, συστήνει τις κατάλληλες αιματολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις.